Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεοὶ καὶ ἥρωες

См. также в других словарях:

  • Μεγάλοι θεοί — Εναλλακτική ονομασία των Καβείρων. Επρόκειτο για θεούς τους οποίους είχε παραλάβει και διατηρήσει η ελληνική θρησκεία από την προελληνική ή πελασγική θρησκεία. Ονομάζονταν επίσης θεοί ισχυροί ή θεοί δυνατοί, ενώ ήταν κατ’ άλλους τέσσερις και κατ’ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Πολυζώης — (Ιωάννινα 1760; – Βλαχία 1821;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και συνέχισε τις σπουδές του στη Βενετία. Σταδιοδρόμησε κυρίως ως δάσκαλος στη Βιέννη και αργότερα δίδαξε στα σχολεία των… …   Dictionary of Greek

  • Έλατος, Νώντας — (Βούρβουρα Αρκαδίας 1871 – 1951). Φιλολογικό ψευδώνυμο του παιδαγωγού και λογοτέχνη Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Εργάστηκε στη δημόσια εκπαίδευση και… …   Dictionary of Greek

  • Φέρμπανκς, Άρθουρ — (Fairbanks, 1864 – 1942). Αμερικανός ελληνιστής και φιλόσοφος. Διετέλεσε καθηγητής των ελληνικών και της ελληνικής φιλολογίας και αρχαιολογίας στα Πανεπιστήμια του Ντάρτμουθ, της Ινδιάνας και του Μίτσιγκαν. Στη συνέχεια διορίστηκε διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»